κερατοειδίτιδα

κερατοειδίτιδα
και κερατίτιδα, η (Α κερατῑτις, -ιδος)
νεοελλ.
ιατρ. φλεγμονή τού κερατοειδούς χιτώνα τού οφθαλμού
αρχ.
αυτή που έχει κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + κατάλ. -ῖτις, θηλ. τής -ίτης. Ως επιστημον. όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. keratitis].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …   Dictionary of Greek

  • κερατίτιδα — I (Ceratites). Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των μυϊδών. Περιλαμβάνει μεγάλες μύγες, με ωραίους χρωματισμούς και πλατιά φτερά. Στο γένος ανήκουν περίπου 15 είδη, από τα οποία γνωστότερο είναι η κ. η ισπανική, με μεγάλο στρογγυλό και… …   Dictionary of Greek

  • κερατίτιδα — κερατίτιδα, η και κερατοειδίτιδα, η η φλεγμονή του κερατοειδούς χιτώνα του ματιού: Έχει κερατίτιδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”